Κάμποσα χρόνια πριν... Σάββατο μεσημέρι, άνοιξη...
Κατηφορίζοντας το δρόμο για το πρώτο λύκειο Άρτας, έβλεπες στα μάτια του τη φλόγα για το μπάσκετ. Πλησίαζε την αυλή φροντίζοντας να περάσει με επιδέξιες τρίμπλες τα κολωνάκια στο δρόμο. Δίστασε μπροστά σε έναν κάδο να σουτάρει ...ήθελε την μπάλα καθαρή, αρχοντική σαν το αρχοντικό του στιλ. Μαγική τρίμπλα, μαγική ασίστ ...τα πέτρινα σκαλιά του σχολείου, οι εξέδρες, οι παλιές μπασκέτες φάνταζαν φτιαγμένες από το καλύτερο υλικό. Το διχτάκι έλειπε... κάθε σουτ που επιχειρούσε έκανε την μπάλα να αναπαυτεί γλυκά στο διχτάκι του μυαλού του... άκουγε το δικό του «χλατς», μαζί με τους παλμούς της καρδίας του ..πιο ήρεμοι από ποτέ ...ρυθμικά ενορχηστρωμένοι για τον κοινό στόχο, τη νίκη και την ηδονή του παιχνιδιού.
Κι όταν η ημέρα σαν επιστάτης του σχολείου έδινε τα κλειδιά στη νύχτα, με το Αγγελικό του χαμόγελο χαραγμένο μόνιμα στο πρόσωπο του, έπαιρνε τη μπάλα του για ένα ακόμη σουτ. Τα πόδια σηκωνόταν από το έδαφος, το αγέρωχο στιλ έσχιζε τη νύχτα... οι προβολείς ανάβανε...ταμπλό και μέσα... ήταν το αγαπημένο του... Έκανε μερικές έλξεις στο παλιό μονόζυγο για αποθεραπεία, ανηφόριζε το δρόμο για το σπίτι, αναμένοντας το επόμενο παιχνίδι.
Εκείνο το Σάββατο, καθώς αποκοιμήθηκε, είδε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκε ότι έπαιζε σε άλλο χώρο... Το γήπεδο παρκέ, με καλοφτιαγμένες μπασκετες, εξέδρες, φώτα, ταμπλό. Έπαιξε λέει, παιχνίδια για όλη τη χρονιά. Ονειρεύτηκε ότι σούταρε με το αρχοντικό του στυλ, πάσαρε μαγικά, τρίμπλαρε θεϊκά ...ταμπλό και μέσα.
Πρωί Κυριακής, πήρε την υπέροχη οικογένεια του κατέβηκε στην πλατεία της πόλης για τον καφέ του. Πήρε τον τοπικό τύπο, άνοιξε την εφημερίδα, διάβασε για μια ομάδα, είδε μια φωτογραφία... ήταν και εκείνος εκεί. Σάστισε, σήκωσε το βλέμμα του, είδε τη σύζυγο του να του χαμογελά, τα παιδιά του περήφανα τον αγκάλιασαν... Το πρόσωπο του φώτισε, έμοιαζε σαν Άγγελος.... Το μεσημέρι, φόρεσε τα παπούτσια του μπάσκετ με χαραγμένο το επίθετο του πάνω τους, κατηφόρισε το δρόμο, μπήκε στη δική του αρένα.
Η ημέρα έφυγε, άλλαξε βάρδια με τη νύχτα, αλλά εκείνος έμεινε εκεί. Αποφάσισε να μείνει στο χώρο του ...Φύλακας-Άγγελος! Να ονειρευτεί αυτή τη φορά, στη δική του αρένα... και ονειρεύτηκε τον Αίαντα πάλι...
Πήρε το σουτ...ταμπλό και μέσα!